Η χώρα όπου καταστρέφονται τα όνειρα, πνίγονται οι φιλοδοξίες, αποστρέφεται την δημιουργία, δεν παράγει τίποτα, μαραζώνει και βυθίζει την νέα γενιά της στην μιζέρια, είναι η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της.
Ο πόλεμος της εύρεσης εργασίας και της επιβίωσης είναι άνισος. Πόσοι βρίσκουν δουλειές που επιθυμούν, πόσοι είναι ικανοποιημένοι από τις απολαβές τους; Σίγουρα όχι οι νεοεισερχόμενοι που παρά τις σπουδές και τις γνώσεις τους καταλήγουν να εξυπηρετούν μόνο την αγγαρεία των παλαιών εργαζομένων που τους «εκπαιδεύουν». Οι τυχεροί που βρήκαν δουλειά, ικανοί, μορφωμένοι, ταλαντούχοι εργατικοί και άξιοι άνθρωποι με ανησυχίες εγκλωβίζονται στην σκληρή ρουτίνα κοπιάζοντας χωρίς αντίκρισμα. Δέκα και δεκαπέντε χρόνια δουλειάς μετά βρίσκονται ακόμα σε τέλμα. Η κάλυψη των αναγκών και η βελτίωση των δεδομένων είναι μακρινό όνειρο. Γιατί να χρειάζεται 30 και 40 ετών άνδρες και γυναίκες να εξαρτώνται ακόμα από τους γονείς για να αποκτήσουν σπίτι, αυτοκίνητο και να μην είναι οικονομικά αυτόνομοι ώστε να μπορούν όποτε το θελήσουν να κάνουν και την δική τους οικογένεια;
Κάθε σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία στηρίζεται στα αγαθά που παράγει όμως η βιομηχανική επανάσταση πέρασε και δεν άγγιξε την Ελλάδα. Οι λιγοστές επενδύσεις που έγιναν μεταπολεμικά ως την δεκαετία του 1980, έχουν ήδη χαθεί από τον χάρτη. Η ανεργία στην Ήπειρο οδηγεί τους κατοίκους σε απόγνωση και οι νέοι ψάχνουν διέξοδο μετοικώντας στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Οι βιοτεχνίες ενδυμάτων για να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό, ωθούνται στην εγκατάσταση στην Βουλγαρία λες και δεν μπορούσε να δημιουργηθεί ένα βιοτεχνικό πάρκο στα σύνορα με ευνοϊκό καθεστώς εγκατάστασης και φορολόγησης, η εργασία ελλήνων και αλλοδαπών θα προσέφερε στην εθνική οικονομία και όχι σε αυτήν της γείτονος. Οι επενδύσεις των Ελληνικών τραπεζών και των εταιριών τηλεπικοινωνιών σε γειτονικές χώρες είναι υπερπολλαπλάσιες από αυτές που κάνουν στην Ελλάδα αναγνωρίζοντας την αδυναμία επέκτασης της ελληνικής αγοράς. Η αγροτική παραγωγή μειώθηκε κατά 23%, βαμβάκι, σιτάρι και καπνά δεν είναι πια συμφέρουσες καλλιέργειες οι αγρότες είναι υπερχρεωμένοι και όμηροι των πιστωτικών ιδρυμάτων με αποτέλεσμα να χάνονται θέσεις εργασίας σε Θεσσαλία, Θράκη και Μακεδονία, οι μεγάλες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες που ανθούσαν στις προηγούμενες δεκαετίες έχουν ήδη κλείσει τα εργοστάσια επί Ελληνικού εδάφους και μετακόμισαν στα Βαλκάνια. Οι καπνοβιομηχανίες έκλεισαν και αυτές με αποτέλεσμα ορδές ανέργων φορτωμένους με χρέη και υποσχέσεις.
Ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού ουδέποτε δικαιολόγησε την ονομασία του, η αδυναμία εύρεσης εργασίας σε ανέργους είναι δεδομένη. Το έργο του περιορίζεται σε εκπαιδευτικά επιδοτούμενα προγράμματα που δεν εξασφαλίζουν εργασία, μη ενημερωμένες προτεινόμενες δουλειές, μερική ελλιπής και για περιορισμένο διάστημα επιδότηση μόνο των ανέργων που είχαν δουλειά και την έχασαν και στις μεταχρονολογημένες επιδοτήσεις του ΛΑΕΚ. Ο προϋπολογισμός δεν αντέχει πρόνοια, εύρεση εργασίας ή επιδότηση σε άνεργους νεοεισερχόμενους στην εργασία. Αξιοκρατία και προτεραιότητα σε ανέργους με πραγματικές ανάγκες ανύπαρκτη, φαίνεται εύκολα από το προσωπικό που επιλέγει ο ίδιος ο οργανισμός για την επάνδρωση των γραφείων του. Μη εργαζόμενες μητέρες με νήπια ή παιδιά δημοτικού και να θέλουν, αδυνατούν να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα καθώς η φροντίδα των παιδιών απαιτεί την παρουσία της αλλά οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί κλείνουν στις 13:30 και οι ιδιωτικοί κοστίζουν μια περιουσία. Για πολλές κατηγορίες ανέργων, διαστήματα άνω των δύο ετών αναμονής είναι συνήθη. Ποιός εργοδότης θα προσλάβει μια μητέρα 2 παιδιών με αυτές τις ανάγκες και δεν θα προτιμήσει μια απροβλημάτιστη εικοσάχρονη;
Όσοι είναι γονείς τρομοκρατούνται παρατηρώντας τη συνεχιζόμενη φθίνουσα πορεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος, έχοντας χάσει πια τον λογαριασμό με τις πολλά υποσχόμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν φέρει την Ελλάδα στην δυσάρεστη θέση να προσφέρει στα παιδιά της την χειρότερη παιδεία της Ευρώπης. Οι απεργίες οι καταλήψεις και η παραγωγή ανέργων πτυχιούχων είναι απλώς το φυσικό επόμενο.
Ανήσυχοι, σκεπτόμενοι, νέοι με οράματα ψάχνουν τη λύση, τη διέξοδο το καλύτερο αύριο, και δυστυχώς το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι η έξοδος από το τούνελ. Η έξοδος δηλαδή από την χώρα. Με καταρρακωμένη εθνική υπερηφάνεια και θαυμάζοντας τους Έλληνες του εξωτερικού να διαπρέπουν κατά κανόνα σε ότι κάνουν όλο και πιο πολλοί επιλέγουν την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης σε ένα πιο φιλόξενο και σταθερό περιβάλλον. Σε αναζήτηση ενός τόπου που ανέχεται, αντέχει και αποζητά την δημιουργία μόλις παρουσιαστεί η ευκαιρία και η δουλειά στο εξωτερικό φεύγουν όπως τότε στην μεταπολεμική περίοδο. Η παρακμή και η διαφθορά της ελληνικής πραγματικότητας απλά διευκολύνουν την απόφαση. Όχι μόνο σαν απλοί εργάτες αλλά και σαν εξειδικευμένα στελέχη χωρίς όμως την νοσταλγία για την πατρίδα όπως στα τραγούδια του Στέλιου, αλλά σαν πολίτες του κόσμου που τολμούν και επιλέγουν μια διαφορετική ζωή. Η επιστροφή αυτής της κατηγορίας, των σύγχρονων μεταναστών, δεν είναι στα άμεσα σχέδιά. Βαθιά Ελληνικό, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της μερίδας των ανθρώπων, είναι σίγουρα η περηφάνια, δεν δέχονται την απαξίωση της δύναμης και των ικανοτήτων τους, δεν επιλέγουν στην χρήση πλάγιων μέσων για να βρουν μια δουλεία και δεν ξεπέφτουν στη ξεφτίλα των ριάλιτι. Όλο και πιο μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών εξωτερικού επιλέγουν την παραμονή τους γιατί απολαμβάνουν την έμπρακτη αναγνώριση όχι μόνον της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και της επιχειρηματικής που μεταφράζεται σε άμεση προσφορά ή εύρεση εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα ένας στους τέσσερις νέους σήμερα, είναι διατεθειμένος να δουλέψει εκτός Ελλάδος αν βρεθεί η κατάλληλη εργασία καθώς οι αμοιβές για την ίδια εργασία σε πολλές χώρες του εξωτερικού είναι πολλαπλάσιες από αυτές που ισχύουν στην χώρα μας.
Η επιλογή της φυγής δεν τους χαρακτηρίζει δειλούς, αδυνατούν απλά να δεχτούν το παράλογο και να σπαταλήσουν την ζωή τους σκύβοντας το κεφάλι και υπομένοντας. Δεν αναφέρομαι σε νέο μεταναστευτικό κύμα, αλλά για μια τάση που πολύ εύκολα μπορεί να πάρει τέτοια εξέλιξη. Οι νεομετανάστες είναι γεγονός, ας μην κλείνουμε πια τα μάτια προσποιούμενοι ότι δεν υπάρχουν.
Οι καλλιτέχνες ως οφείλουν, εκφράζουν την γενιά τους και τα προβλήματα που την ταλανίζουν παλεύοντας με την λερναία ύδρα της καθημερινότητας χωρίς να μπορεί να σηκώσει κεφάλι. «Σκέφτηκα Ελλάδα να σ’ αφήσω να φύγω...» ξεκινά το «Καλημέρα Ελλάδα» του Ν. Βουρλιώτη, και καταλήγει, «που είναι η υγεία, που είναι η παιδεία σας, κύριε υπουργέ γ......... τα υπουργεία σας».
Σέμπος Χρήστος
No comments:
Post a Comment